- κουμπιστός
- -ή, -ό [κουμπίζω]αυτός που στηρίζεται, που ακουμπά σε κάτι («κάμποσην ώρα κουμπιστός στέκει στο παραθύρι», Ερωτόκρ.).επίρρ...κουμπιστά1. με στήριξη σε ραβδί, ακουμπώντας2. φρ. «κουμπιστά κουμπιστά» — σιγά σιγά.
Dictionary of Greek. 2013.